Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

με πιάνει ρίγος

  • 1 знобить

    знобить: меня \знобитьт έχω ρίγος, με πιάνει ρίγος
    * * *

    меня́ зноби́т — έχω ρίγος, με πιάνει ρίγος

    Русско-греческий словарь > знобить

  • 2 лихорадить

    лихорадить: меня \лихорадитьт με πιάνει ρίγος
    * * *

    меня́ лихора́дит — με πιάνει ρίγος

    Русско-греческий словарь > лихорадить

  • 3 знобить

    -бит
    ρ.δ.μ.
    1. (απρόσ.) ριγώ, με πιάνει ρίγος (από κρύο ή πυρετό).
    2. ψύχω, κρυώνω, παγώνω.
    (απλ.) ριγώ, με πιάνει ρίγος.

    Большой русско-греческий словарь > знобить

  • 4 пробирать

    пробира||ть
    несов разг
    1. (прохватывать) διαπερ(ν)ῶ:
    меня \пробиратьет дрожь μέ πιάνει ρίγος·
    2. (бранить) μαλώνω (μετ.), κατσαδιάζω, ἐπιπλήττω.

    Русско-новогреческий словарь > пробирать

  • 5 трепетать

    трепетать
    несов
    1. прям., перен τρέμω, τρεμουλιάζω/ тк. перен σκιρτώ, ριγώ/ σπαρταρώ, σφαδάζω (о крыльях бабочки, птицы и т. п.):
    \трепетать от у́жа-са τρέμω ἀπό φρίκη· \трепетать от восторга ριγώ ἀπ' τόν ἐνθουσιασμό· \трепетать ПРИ мысли μέ πιάνει ρίγος ὅταν σκέφτομαι· \трепетать всем телом τρέμω σύσσωμος· \трепетать за детей τρέμω γιά τά παιδιά· ли́стья трепещут τά φύλλα τρεμουλιάζουν
    2. (о пламени) τρεμοσβήνω.

    Русско-новогреческий словарь > трепетать

  • 6 дрожь

    θ.
    τρεμούλα, -λιασμα, τρόμος, ρίγος•

    дрожь берт με πιάνει τρεμούλα.

    || τράνταγμα, ταλάντευση. || ελαφρά νιυμάτωση των υγρών, ρύσωση, ρυτίδωση. || φωνή τρεμουλιαστή, ήχος τρεμουλιαστός.

    Большой русско-греческий словарь > дрожь

См. также в других словарях:

  • αναριγώ — με πιάνει ρίγος, ανατριχιάζω …   Dictionary of Greek

  • ριγώ — ( είς, εί κτλ.), ησα, με πιάνει ρίγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρίττω — έφριξα 1. αμτβ., αισθάνομαι φρικίαση, με πιάνει ρίγος (από πυρετό, φόβο, συγκίνηση), φρικιάζω, ανατριχιάζω. 2. αισθάνομαι φρίκη, αηδιάζω, εκπλήσσομαι με αποτροπιασμό ή φόβο, σηκώνεται το πετσί μου: Έφριξε σαν τ άκουσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρικιάζω — φρίκιασα, αμτβ. 1. αισθάνομαι φρικίαση, με πιάνει ρίγος (εξαιτίας πυρετού, φόβου, χαράς κτλ.), ανατριχιάζω. 2. αισθάνομαι φρίκη, νιώθω αποτροπιασμό, φρίττω, σηκώνεται το πετσί μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρεμούλα — η, Ν 1. τρεμουλιαστή κίνηση, τρεμούλιασμα 2. ρίγος από κρύο, ανατριχίλα 3. μεγάλος φόβος, τρόμος («μόλις σκοτεινιάσει, τήν πιάνει τρεμούλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω + κατάλ. ούλα (πρβλ. ραχ ούλα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»